τρακτευτής

τρακτευτής
-oῦ, ὁ, Μ [τρακτεύω]
1. διοικητής επαρχίας, κλιματάρχης*
2. οικονομικός υπάλληλος, εφοριακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρακτευταῖς — τρακτευτής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρακτευταί — τρακτευτής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρακτευτοῦ — τρακτευτής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρακτευτῇ — τρακτευτής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρακτευτήν — τρακτευτής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρακτευτῶν — τρακτευτής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρακτευτάς — τρακτευτά̱ς , τρακτευτής masc acc pl τρακτευτά̱ς , τρακτευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Византийские логофеты — Основная статья: Логофет Логофеты в Византийской империи (др. греч. οἱ λογοθέται) являлись, по сути, налоговыми агентами, ответственными за сбор налогов и проверку финансовой деятельности различных государственных служб. Они также контролировали… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”